-
1 birim
μονάδα, ενότητα, κομμάτι -
2 jednotka
μονάδα -
3 unit
μονάδα -
4 jednostka
μονάδα -
5 единица
-ы θ.1. μονάδα. || το τελευταίο ψηφίο του πολυψήφιου αριθμού.2. ο πιο κατώτερος βαθμός στο βαθμολογικό εκπαιδευτικό σύστημα στην ΕΣΣΔ.3. μονάδα μέτρησης•денежная единица νομισματική μονάδα•
единица длины, меры, веса μονάδα μήκους, μέτρου, βάρους.
|| ένας, μονάδα. || πλθ. -ы μερικοί ελάχιστοι•только -ы не выполняют план ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν εκπληρώνουν το πλάνο.
-
6 мера
мера ж 1) το μέτρο, η μονάδα· \мераа длины το μέτρο (или η μονάδα) μήκους· \мераы веса μέτρα και σταθμά 2) (средство) τα μέτρα* \мераы предосторожности τα προφυλακτικά μέτρα" принять \мераы παίρνω μέτρα 3) (степень) о βαθμός' в известной \мерае σε ορισμένο βαθμό ◇ по крайней \мерае τουλάχιστο· в \мерау με μέτρο* по \мерае того как... καθώς...· по \мерае... ανάλογα με...* * *ж1) το μέτρο, η μονάδαме́ра длины́ — το μέτρο ( или η μονάδα) μήκους
ме́ры ве́са — μέτρα και σταθμά
2) ( средство) τα μέτραме́ры предосторо́жности — τα προφυλακτικά μέτρα
приня́ть ме́ры — παίρνω μέτρα
3) ( степень) ο βαθμόςв изве́стной ме́ре — σε ορισμένο βαθμό
••по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο
в ме́ру — με μέτρο
по ме́ре того́ как… — καθώς…
по ме́ре… — ανάλογα με…
-
7 единица
едини||цаж1. (цифра) ἡ μονάδα [-άς]-2. (отметка) τό ενα (ό κακός βαθμός), τό μηδενικό·3. (измерения) ἡ μονάδα [-άς]:денежная \единица ἡ νομισματική μονάδα·4. \единицацы мн. (немногие) μετρημένοι, πολύ λίγοι, ἐλάχιστοι. -
8 unit
['ju:nit]1) (a single thing, individual etc within a group: The building is divided into twelve different apartments or living units.) μονάδα2) (an amount or quantity that is used as a standard in a system of measuring or coinage: The dollar is the standard unit of currency in America.) μονάδα3) (the smallest whole number, 1, or any number between 1 and 9: In the number 23, 2 is a ten, and 3 is a unit.) μονάδα -
9 газообильность
горн. η έκλυση αερίωνотносительная - ανά μονάδα όγκου του πετρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газообильность
-
10 драхма
фарм.1. (единица веса, равная 3,883 г) η δραχμή (μονάδα βάρους που ισούται με 3,88 γραμμάρια) 2. (единица объёма, равная 3,696 мл) η δραχμή (μονάδα όγκου που ισούται με 3,696 ml).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > драхма
-
11 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
12 карат
1. (внесистемная единица массы драгоценных камней и жемчуга) το κεράτιο, το καράτι (μονάδα μέτρησης των πολύτιμων λίθων, ισούται με 0,2 γρ = 200 mg = 2 χ ΙΟ4 kg) 2. (мера содержания золота в сплавах) το καράτι (μονάδα περιεκτικότητας σε χρυσό, 1. καράτι ισούται με 1/24 βάρους του κράματος και ο καθαρός χρυσός ισούται με 24 καράτια)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карат
-
13 люмен
физ. το λούμεν (ξεν.), η φωτομετρική μονάδα (μονάδα του ηλεκτρικού φωτός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > люмен
-
14 мера
1. (величина) το μέτρο, το μέγεθος 2. (средство измерений для воспроизведения физической величины заданного размера) η μέτρηση, το μέτρημα, το μέτρο, η (μετρική) μονάδα- веса - του βάρους, τα σταθμά3. (мероприятие) το μέτρ/ο, η ενέργειαпредупредительная - προληπτικό -, προειδοποιητικά - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мера
-
15 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
16 единица
-
17 часть
часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο* * *жчасти те́ла — τα μέρη του σώματος
бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος
составны́е части — ή τα συστατικά μέρη
части све́та — τα μέρη του κόσμου
запасны́е части — τα ανταλλακτικά
2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας3) воен. η μονάδα, το τμήμα••части ре́чи — τα μέρη του λόγου
по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο
-
18 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια -
19 валюта
-ы θ.1. νομισματική μονάδα•греческая валюта - драхма ελληνική νομισματική μονάδα είναι η δραχμή.
2. νόμισμα• συνάλλαγμα• χαρτονόμισμα•золотая валюта χρυσό νόμισμα•
серебряная валюта αργυρό νόμισμα•
иностранная -ξένο νόμισμα•
калеблющая валюта ασταθές νόμισμα•
прочная валюта σταθερό νόμισμα.
-
20 драхма
-ы θ.1. δραχμή, ελληνική νομισματική μονάδα.2. παλ. μονάδα φαρμακευτικού βάρους ίση με 3,73 του γραμμαρίου.
См. также в других словарях:
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
μονάδα — η 1. (μαθημ.), ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός: Ο αριθμός 1 αποτελεί μια μονάδα. 2. το μέτρο ποσοτήτων ή μεγεθών: Το κιλό είναι μονάδα βάρους. 3. στρατιωτικό τμήμα που έχει ένα διοικητή: Η μονάδα μου υπηρετούσε στην πρώτη γραμμή του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστρονομική μονάδα — Μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποστάσεων στο πλανητικό μας σύστημα. Ισούται με το μήκος του μεγάλου ημιάξονα της τροχιάς της Γης (149,5 εκατ. χλμ.). Η χρησιμοποίησή της έγινε αναγκαία για να μπορούν να εκφραστούν με… … Dictionary of Greek
μονάδα — μονάς solitary fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… … Dictionary of Greek
μίλι — Μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων, με διάφορες τιμές για τη θάλασσα (διεθνές ναυτικό μ.) και για την ξηρά (αγγλικό μ.). Το διεθνές ναυτικό μ. καθορίστηκε με διεθνή σύμβαση του 1929 ακριβώς σε 1.852 μ. · το αγγλικό μ. (που χρησιμοποιείται στη… … Dictionary of Greek
γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα … Dictionary of Greek
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
θερμίδα — Μονάδα ποσότητας θερμότητας (σύμβολο cal) που καθιερώθηκε πριν γίνει αντιληπτό από τους επιστήμονες ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας. Τότε όριζαν τη θερμότητα με βάση τις μεταβολές που αυτή προκαλούσε στη θερμοκρασία κάποιου σώματος.… … Dictionary of Greek
τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… … Dictionary of Greek
έργιο — Μονάδα έργου και ενέργειας στο σύστημα CGS, δηλαδή σε αυτό που δέχεται ως θεμελιώδη μηχανικά μεγέθη το μήκος που εκφράζεται σε εκατοστά, τη μάζα σε γραμμάρια και τον χρόνο σε δευτερόλεπτα. Έργο ίσο με 1 έ. είναι το έργο που παράγεται από τη… … Dictionary of Greek